- πολωτικός
- η , ό[ν] вызывающий поляризацию
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πολωτικός — ή, ό, Ν [πολώνω] 1. αυτός που προκαλεί πόλωση 2. φρ. α) «πολωτικό μικροσκόπιο» φυσ. μικροσκόπιο εφοδιασμένο με πολωτή, που επιτρέπει την πραγματοποίηση παρατηρήσεων σε πολωμένο φως β) «πολωτικό φίλτρο» φίλτρο από διαφανές πολωτικό υλικό που… … Dictionary of Greek
πολωτικός — ή, ό αυτός που προκαλεί την πόλωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)